κλήρα — η (Μ κλήρα) κληρονόμος, τέκνο, γόνος, γενιά (α. «εχύνονταν με ακράτητη ορμή... να σώσουν μια τους κλήρα και παρηγοριά», Καρκαβ. β. «καταραμένη κλήρα») νεοελλ. 1. μοίρα, τύχη, ριζικό («δεν έχει στον κόσμο κλήρα») 2. εθνότητα («η ρωμέικη κλήρα»)… … Dictionary of Greek
κλήρα — η 1. κληρονόμος, τέκνο, γένος: Είναι καταραμένη κλήρα. 2. μοίρα, τύχη: Δεν έχει κλήρα στον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκληρίζω — ξεκλήρισα, ξεκληρίστηκα, ξεκληρισμένος 1. μτβ., εξοντώνω την κλήρα, τη γενιά κάποιου, αφανίζω: Τους ξεκλήρισε η αρρώστια. 2. αμτβ., μένω χωρίς κλήρα, χωρίς συγγενείς, αφανίζομαι: Όλη η γενιά τους ξεκληρίστηκε (ή ξεκλήρισε) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)